νεωρίων

νεωρίων
νεώρης
new
masc/fem/neut gen pl (doric)
νεώριον
dockyard
neut gen pl
νεωρέω
to be overseer of a dockyard
pres part act masc nom sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ЭПИМЕЛЕТЫ —    • Έπιμεληταί,          род чиновников в Афинах, которые отличались от остальных (αρχοντες) тем, что они в большинстве случаев назначались только для известной определенной цели, часто не народом, а отдельными филами; они не имели права… …   Реальный словарь классических древностей

  • ЛИТУРГИЯ —    • Λειτουργία,          в Афинах, к государственным повинностям, падавшим преимущественно на богатых граждан, относились так называемые Л., личные услуги государству, состоявшие в том, что богатые граждане на свой счет удовлетворяли некоторым… …   Реальный словарь классических древностей

  • RHACOTES — Alexandria prius sic dicta, Stephan. Strabo: Κατοικίαν δ᾿ αὐτοῖς ἔδοςαν τὴν προςαγορευομένην Π῾αχῶτιν, ἡ νῦν μὲν τῶν Α᾿λεξανδρέων πόλεώς ἐςτι μέρος, τὸ ὑπερκείμενον τῶν νεωρίων, τοτὲ δὲ χώμη ὑπῆρχε. Pausanias in Eliacis prioribus, ubi de… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Τελευτίας — Επιφανής Σπαρτιάτης στρατηγός, γιος του βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμου. Κατά τον Κορινθιακό πόλεμο (395 387 π.Χ.) υπήρξε περισσότερο από 2 χρόνια ναύαρχος του στόλου των Λακεδαιμονίων. Κατά το 391 έγινε κύριος του Κορινθιακού κόλπου και έτσι με τη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”